- πιστός φίλος
- amic lleial
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
δορύξενος — δορύξενος, ο, η (Α) 1. αυτός που αιχμαλωτίστηκε και ύστερα έγινε φίλος τού εχθρού του 2. σύντροφος στη μάχη, πιστός φίλος … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Αίδουοι ή Αιδούοι — Αρχαίος λαός της Γαλατίας, που κατοικούσε, με πρωτεύουσα τη Βίβρη, στην περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Αράρη και Λίγηρα. Ήταν ο ισχυρότερος ανάμεσα στα γαλατικά φύλα και πάντοτε πιστός φίλος των Ρωμαίων, εκτός από την περίοδο μιας εξέγερσης… … Dictionary of Greek
Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… … Dictionary of Greek
Ζαγγλής, Παναγιώτης — Αγωνιστής του 1821, από το Οίτυλο. Πιστός φίλος των Μαυρομιχαλαίων, επικεφαλής Μανιατών πολέμησε στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Αιχμαλωτίστηκε αλλά σώθηκε χάρη στις ιατρικές γνώσεις του, τις οποίες προσέφερε σε Αιγύπτιο που είχε… … Dictionary of Greek
Μέντορας — ο πιστός φίλος του Οδυσσέα και υποστηρικτής του Τηλέμαχου στην έριδα με τους μνηστήρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέντορας — ο σύμβουλος και πιστός φίλος (από το όνομα του πιστού φίλου του Οδυσσέα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
εσθλός — ἐσθλός, ή, όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, ά, όν και αιολ. ἔσλος (Α) 1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του) 2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός 3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», Σοφ.) 4. (για άλογα) αυτός που… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek